- Τρωικός
- ΤρωικόςTrojanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρωικός — ή, ό / τρωικός, ή, όν, ΝΜΑ [Τρώς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τροία («Τρωικός Πόλεμος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρωικά οι χρόνοι τού Τρωικού Πολέμου νεοελλ. φρ. α) «Τρωικοί Αστεροειδείς» αστρον. ονομασία δύο ομάδων αστεροειδών τών … Dictionary of Greek
τρωικός — ή, ό 1. που έχει σχέση με την Τροία: Τρωικός πόλεμος. 2. ουδ. πληθ. ως ουσ., τρωικά τα χρόνια του τρωικού πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τρωικός πόλεμος — Bλ. λ. Τροία … Dictionary of Greek
Τρωικά — Τρωικός Trojan neut nom/voc/acc pl Τρωικά̱ , Τρωικός Trojan fem nom/voc/acc dual Τρωικά̱ , Τρωικός Trojan fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικῶν — Τρωικός Trojan fem gen pl Τρωικός Trojan masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικόν — Τρωικός Trojan masc acc sg Τρωικός Trojan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικαῖς — Τρωικός Trojan fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικαί — Τρωικός Trojan fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικοῖς — Τρωικός Trojan masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τρωικοῖσι — Τρωικός Trojan masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)